- αντιγόνα
- Ουσίες οι οποίες, με την εισαγωγή τους στον οργανισμό, προκαλούν την παραγωγή αντισωμάτων ή ευαισθητοποιημένων λεμφοκυττάρων. Αντιγονικές ιδιότητες έχουν μερικές ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, όπως είναι οι πρωτεΐνες, οι υδατάνθρακες, τα νουκλεϊκά οξέα και οι συνθετικές πολυαμινικές ενώσεις. Τα λιποειδή δεν έχουν ιδιότητες α. Τις αποκτούν μόνο μετά την ένωσή τους με πρωτεΐνες, δηλαδή όταν γίνονται λιποπρωτεΐνες. Διάφορα κύτταρα, όπως τα ερυθρά και τα λευκά αιμοσφαίρια, τα αιμοπετάλια, κύτταρα των ιστών, μικρόβια, ιοί και κοκκία γύρης έχουν επίσης αντιγονικές ιδιότητες γιατί αποτελούν μωσαϊκό πολλών α. Συνήθως, αντισώματα παράγονται εναντίον αντιγονικών ουσιών ξένων προς τον δέκτη. Σε ορισμένες όμως καταστάσεις –και συγκεκριμένα στις νόσους– αυτοευαισθησίας ή αυτοανοσίας, αντισώματα παράγονται από τον οργανισμό εναντίον των ίδιων των συστατικών του (αυτοαντισώματα). Χημικές ουσίες μικρού μοριακού βάρους ή και απλά άτομα (π.χ. νικελίου, χρωμίου κ.ά.) μπορούν επίσης να προκαλέσουν την παραγωγή αντισωμάτων, αφού προσκολληθούν πάνω σε λευκώματα του οργανισμού. Στην περίπτωση αυτή ονομάζονται απτίνες.
Dictionary of Greek. 2013.