αντιγόνα

αντιγόνα
Ουσίες οι οποίες, με την εισαγωγή τους στον οργανισμό, προκαλούν την παραγωγή αντισωμάτων ή ευαισθητοποιημένων λεμφοκυττάρων. Αντιγονικές ιδιότητες έχουν μερικές ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, όπως είναι οι πρωτεΐνες, οι υδατάνθρακες, τα νουκλεϊκά οξέα και οι συνθετικές πολυαμινικές ενώσεις. Τα λιποειδή δεν έχουν ιδιότητες α. Τις αποκτούν μόνο μετά την ένωσή τους με πρωτεΐνες, δηλαδή όταν γίνονται λιποπρωτεΐνες. Διάφορα κύτταρα, όπως τα ερυθρά και τα λευκά αιμοσφαίρια, τα αιμοπετάλια, κύτταρα των ιστών, μικρόβια, ιοί και κοκκία γύρης έχουν επίσης αντιγονικές ιδιότητες γιατί αποτελούν μωσαϊκό πολλών α. Συνήθως, αντισώματα παράγονται εναντίον αντιγονικών ουσιών ξένων προς τον δέκτη. Σε ορισμένες όμως καταστάσεις –και συγκεκριμένα στις νόσους– αυτοευαισθησίας ή αυτοανοσίας, αντισώματα παράγονται από τον οργανισμό εναντίον των ίδιων των συστατικών του (αυτοαντισώματα). Χημικές ουσίες μικρού μοριακού βάρους ή και απλά άτομα (π.χ. νικελίου, χρωμίου κ.ά.) μπορούν επίσης να προκαλέσουν την παραγωγή αντισωμάτων, αφού προσκολληθούν πάνω σε λευκώματα του οργανισμού. Στην περίπτωση αυτή ονομάζονται απτίνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἀντιγόνα — Ἀντιγόνᾱ , Ἀντιγόνη fem nom/voc/acc dual Ἀντιγόνᾱ , Ἀντιγόνη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγόνα — ἀντιγόνᾱ , ἀντί γονάω pres imperat act 2nd sg ἀντιγόνᾱ , ἀντί γονάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγόναν — ἀντιγόνᾱν , ἀντί γονάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀντιγόνᾱν , ἀντί γονάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντιγόνας — Ἀντιγόνᾱς , Ἀντιγόνη fem acc pl Ἀντιγόνᾱς , Ἀντιγόνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντιγόναι — Ἀντιγόνᾱͅ , Ἀντιγόνη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντιγόναν — Ἀντιγόνᾱν , Ἀντιγόνη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιγόνας — ἀντιγόνᾱς , ἀντί γονάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

  • ετερόφιλος — ο ιατρ. αντισώματα τα οποία παράγονται ως αντίδραση προς αντιγόνα ξένου ζωικού είδους (ετερόφιλα αντιγόνα), αλλιώς ετερογενετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterophilic < hetero (πρβλ. ετερο *) + philic (πρβλ. φιλικός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”